- νομοαίολος
- νομοαίολος, -ον (Α)αυτός που έχει ποικίλη μελωδία.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος «μουσικός ρυθμός, ήχος» + αἴολος «ευκίνητος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομοαίολον — νομοαίολος of varied melody masc/fem acc sg νομοαίολος of varied melody neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)